- υπέρκειμαι
- ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι]βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.)νεοελλ.1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα τού κορμού τού νέου φυτού, αλλ. επικείμενομσν.-αρχ.μτφ.1. κατέχω ανώτερο αξίωμα2. υπερέχω, υπερτερώαρχ.1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..
Dictionary of Greek. 2013.